μάνατζμεντ

μάνατζμεντ
το
η τεχνική τής διοίκησης, διεύθυνσης και οργάνωσης επιχειρήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. management (βλ. και μάνατζερ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάνατζμεντ — το άκλ. (λ. αγγλ.), η διοίκηση του προσωπικού μιας επιχείρησης και η μεθοδολογία της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”